καλοκάμωτος
From LSJ
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
Greek Monolingual
-η, -ο
καλοκαμωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- (< επίρρ. καλά) + καμωτός (< κάμνω)].
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
-η, -ο
καλοκαμωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- (< επίρρ. καλά) + καμωτός (< κάμνω)].