καμπούρικος
From LSJ
Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst
-η, -ο καμπούρης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον καμπούρη
2. καμπούρης.
επίρρ...
καμπούρικα
με καμπούρικο τρόπο, κυρτά, σκυφτά.