Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καμπούρικος

From LSJ

Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut

Menander, Monostichoi, 86

Greek Monolingual

-η, -ο καμπούρης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον καμπούρη
2. καμπούρης.
επίρρ...
καμπούρικα
με καμπούρικο τρόπο, κυρτά, σκυφτά.