καπνόχορτο
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
το
το φυτό καπνίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + χόρτο. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Διονύσιο Πύρρο τον Θεσσαλό].