κασσιτερούχος

Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ο, θηλ. και -α
αυτός που περιέχει κασσίτερο («κασσιτερούχο μέταλλο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κασσίτερος + -οῦχος (< ἔχω). Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κωνσταντίνο Κούμα].