κατακρήμνιση

From LSJ
Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230

Greek Monolingual

η
1. η ρίψη ενός πράγματος στον γκρεμό
2. η κατεδάφιση, το γκρέμισμα
3. χημ. ο αποχωρισμός μιας ουσίας διαλύματος υπό μορφή ιζήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατακρημνίζω. Η λ., στον λόγιο τύπο κατακρήμνισις, μαρτυρείται από το 1812 στον Κων. Κούμα].