-η, -ο (Μ κατακόκκινος, -ον)αυτός που έχει έντονο κόκκινο χρώμανεοελλ.παροιμ. «κι έτσι κι έτσι κόκκινη, κι έτσι κατακόκκινη» — γι' αυτόν που αδιαφορεί για μεγάλο αδίκημα που έκανε.