κατακόκκινος

Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ κατακόκκινος, -ον)
αυτός που έχει έντονο κόκκινο χρώμα
νεοελλ.
παροιμ. «κι έτσι κι έτσι κόκκινη, κι έτσι κατακόκκινη» — γι' αυτόν που αδιαφορεί για μεγάλο αδίκημα που έκανε.