καταμερισμός

Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

English (LSJ)

ὁ, = foreg., LXXJo.13.14.

German (Pape)

[Seite 1363] ὁ, dasselbe, LXX u. Ios.

Greek (Liddell-Scott)

καταμερισμός: ὁ, = τῷ προηγ., Ἑβδ. (Ἰωσ. 13. 14).

Greek Monolingual

ο (AM καταμερισμός) καταμερίζω
διαίρεση, διαχωρισμός, κατανομή
νεοελλ.
φρ. α) «καταμερισμός εργασίας» — η εκτέλεση από διαφορετικά πρόσωπα διαφορετικών έργων ή μερών ενός έργου
β) βιολ. «καταμερισμός φυσιολογικού έργου» — η επιτέλεση ορισμένης ζωικής λειτουργίας από ορισμένα κύτταρα ή όργανα.