καταμπλέκω

Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

1. μπερδεύω κάτι τελείως
2. κάνω κάτι πολύ περίπλοκο («κατάμπεξες τήν υπόθεση»)
3. μπλέκω κάποιον ή κάτι σε μια δυσάρεστη και επιζήμια ύπόθεση.