τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
[Seite 1397] ion. = κατείργω, w. m. s.
κατέργω (Α)ιων. τ. βλ. κατείργω.