Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort
ο και θηλ. καταχράστρια
1. αυτός που ιδιοποιείται ξένα χρήματα τα οποία του έχουν εμπιστευθεί
2. μτφ. αυτός που κάνει κατάχρηση της εμπιστοσύνης ή της καλοσύνης κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατεχράσθην, νεώτ. αόρ. του καταχρῶμαι «σφετερίζομαι». Η λ. μαρτυρείται από το 1839].