καταχραστής

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

ο και θηλ. καταχράστρια
1. αυτός που ιδιοποιείται ξένα χρήματα τα οποία του έχουν εμπιστευθεί
2. μτφ. αυτός που κάνει κατάχρηση της εμπιστοσύνης ή της καλοσύνης κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατεχράσθην, νεώτ. αόρ. του καταχρῶμαι «σφετερίζομαι». Η λ. μαρτυρείται από το 1839].