κελλόν

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt

Menander, Monostichoi, 492

Greek (Liddell-Scott)

κελλόν: «στρεβλόν, πλάγιον» Ἡσύχ. καὶ «κελλῶσαι· πλαγιάσαι».

Greek Monolingual

κελλόν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «στρεβλόν, πλάγιον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κελλάς].