κεραυνώνω
From LSJ
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
Greek Monolingual
(ΑΜ κεραυνῶ, -όω) κεραυνός
χτυπώ με τον κεραυνό, κεραυνοβολώ («τὰ ὑπερέχοντα ζῷα ὡς κεραυνοῑ ὁ θεός», Ηρόδ.)
αρχ.
καταδικάζω.