κεραυνοβολώ
From LSJ
ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι → these things should have been done without neglecting the others | these are the things you should have done without neglecting the others | these ought ye to have done, and not to leave the other undone
Greek Monolingual
(ΑΜ κεραυνοβολῶ, κεραυνοβολέω) κεραυνοβόλος
1. εξακοντίζω κεραυνό, κεραυνώνω
2. μτφ. πέφτω απότομα σαν κεραυνός
νεοελλ.
καταπλήσσω, αποσβολώνω, αφήνω κάποιον άναυδο.