κινδυνευτικός

Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

ή, όν,

   A venturesome, adventurous, Arist.Rh.1367b4.

German (Pape)

[Seite 1439] zum Wagen geneigt, waghalsig, Arist. rhet. 1, 9.

Greek (Liddell-Scott)

κινδῡνευτικός: -ή, -όν, ῥιψοκίνδυνος, Ἀριστοτ. Ρητ. 1. 9, 29.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui aime le danger.
Étymologie: κινδυνεύω.

Greek Monolingual

κινδυνευτικός, -ή, -όν (Α) κινδυνεύω
αυτός που τείνει προς τις επικίνδυνες ενέργειες, ο ριψοκίνδυνος.