κινδυνεύω
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
English (LSJ)
fut. κινδυνεύσω Hdt.8.60.α', etc.: pf.
A κεκινδύνευκα Lys.3.47, Plb.5.61.4:—Pass., mostly in pres.: fut. κινδυνευθήσομαι D.30.10, κεκινδυνεύσομαι Antipho 5.75: aor. and pf., v. infr. 3: (κίνδυνος):—to be daring, run risk, κινδυνεύω πρὸς πολλούς, κινδυνεύω πρὸς τοὺς πολεμίους, Hdt.4.11, X.Mem.3.3.14; κινδυνεύω εἰς τὴν Αῐγυπτον venture to Egypt, Pherecr.11.
b abs., make a venture, take a risk, Hdt.3.69, Ar.Eq.1204; to be in dire peril, Th.3.28, 6.33, etc.; to be in danger, Arist.EN1124b8, etc.; of a sick person, Hp.Aph. (Sp.) 7.82, Coac.374; esp. engage in war, Isoc.1.43; τοῦ χωρίου κινδυνεύοντος the post being in peril, Th.4.8; ὁ κινδυνεύων τόπος the place of danger, Plb.3.115.6.
2 c. dat., κινδυνεύω τῷ σώματι, κινδυνεύω τῇ ψυχῇ, Hdt.2.120, 7.209; κινδυνεύσεις τε ἁπάσῃ τῇ Ἑλλάδι run a risk with all Greece, i.e. endanger it all, Id.8.60. α'; στρατιῇ Id.4.80; τίσιν οὖν ὑμεῖς κινδυνεύσαιτ' ἄν…; in what points… ? D.9.18; κινδυνεύω τοῖς ὅλοις πράγμασι, κινδυνεύω τῷ βίῳ, Plb.1.70.1, 5.61.4; τῷ ζῆν PTeb.44.21 (ii B.C.): freq. with Preps., κ. ἐν τοῖς σώμασι Lys.2.63; οὐκ ἐν τῷ Καρὶ ἀλλ' ἐν υἱέσι Pl.La.187b (Pass.); κ. περὶ [τῆς Πελοποννήσου] Hdt.8.74; περὶ τῆς ψυχῆς Antipho 2.4.5, Ar.Pl.524; περὶ τοῦ σώματος And.1.4; περὶ ἀνδραποδισμοῦ Isoc. 8.37; περὶ τῆς μεγίστης ζημίας Lys.7.15; περὶ τῆς βασιλείας πρὸς Κῦρον D.15.24; περὶ αὑτῷ Antipho 5.6; περὶ τοῖς φιλτάτοις Pl.Prt.314a; but κινδυνεύω περὶ δισχιλίους go into battle with a force of 2,000, Eun.Hist.p.244 D.; ὑπὲρ καλλίστων Lys.2.79.
3 c. acc. cogn., venture, hazard, τοὺς ἐσχάτους κινδύνους Antipho 5.82; κινδύνευμα Pl.R.451a; μάχην Aeschin.2.169; τὴν ψευδομαρτυρίαν hazard a prosecution for perjury, D.41.16 codd. (τῶν ψευδομαρτυριῶν Blass):—Pass., to be ventured or be hazarded, μεταβολὴ κινδυνεύεται = there is risk of change, Th.2.43; ὁποτέρως ἔσται, ἐν ἀδήλῳ κινδυνεύεται remains in hazardous uncertainty, Id.1.78; τὰ μέγιστα κινδυνεύεται τῇ πόλει D.19.285; κεκινδυνευμένον = a venturous enterprise, Pi.N.5.14; τὰ κινδυνευθέντα, = τὰ κινδυνεύματα, Lys.2.54; τῶν ἤδη σφίσι καλῶς κεκινδυνευμένων Arr.An.2.7.3; τὸ φιλοπόλεμον καὶ κεκινδυνευμένον D.S.2.21.
4 c. inf., run the risk of doing or being... τὸν στρατὸν κινδυνεύσει ἀποβαλεῖν Hdt.8.65; κακόν τι λαβεῖν Id.6.9; ἀπολέσθαι Id.9.89; διαφθαρῆναι Th.3.74; ἀποθανεῖν Pl.Ap.28b, etc.; τοῦ συντριβῆναι LXX Jn.1.4; then,
b to express chance, i.e. what may possibly or probably happen: c. pres., pf., or aor. inf., κινδυνεύουσι οἱ ἄνθρωποι οὗτοι γόητες εἶναι they run a risk of being reputed conjurers, Hdt.4.105; κινδυνεύσομεν βοηθεῖν we shall probably have to assist, Pl. Tht.164e, cf. 172c; κινδυνεύει ἡ ἀληθὴς δόξα ἐπιστήμη εἶναι seems likely to be... ib.187b; κινδυνεύσεις ἐπιδεῖξαι χρηστὸς εἶναι you will have the chance of showing your worth, X.Mem.2.3.17, cf. 3.13.3; κινδυνεύει ἀναμφιλογώτατον ἀγαθὸν εἶναι ib.4.2.34, cf. Pl.Ap.40b; τὰ συσσίτια κινδυνεύει συναγαγεῖν he probably organized the σ., Id.Lg.625e; κινδυνεύω πεπονθέναι ὅπερ… Id.Grg.485e: c. fut. inf., dub. in Th.4.117; κινδυνεύει impers., it may be, possibly, as an affirmat. answer, Pl.Sph. 256e, Phdr.262c; out of courtesy, when no real doubt is implied, κινδυνεύεις ἀληθῆ λέγειν you may very likely be right, Id.Smp. 205d.
5 Pass., to be endangered or be imperilled, ἐν ἑνὶ ἀνδρὶ πολλῶν ἀρετὰς κ. Th.2.35; τὰ χρήματα κινδυνεύεται τῷ δανείσαντι D.34.28:—but Pass. in sense of Act. dub. in GDI3569.4 (Calymna).
German (Pape)
[Seite 1439] 1) sich in Gefahr begeben, wagen, bes. in der Schlacht kämpfen; absolut, Thuc. 1, 20, ὡς δεῖ ὡπλίσθαι τὸν μέλλοντα ἐφ' ἵππου κινδυνεύειν Xen. de re equ. 12, 1, der zu Pferde kämpfen will; πρὸς τοὺς πολεμίους Mem. 3, 3, 14; Dem. 15, 24 u. A.; περὶ τῆς ψυχῆς Ar. Plut. 524; περὶ τῆς πατρίδος Pol. 1, 27, 1; ὑπὲρ τῆς ἀρχῆς 1, 2, 2, ὁ κινδυνεύων τόπος, der Ort der Gefahr, 3, 115, 6; auch περὶ τοῖς φιλτάτοις, Plat. Prot. 314 a; – c. dat., τῇ ψυχῇ, sein Leben aufs Spiel setzen, daran wagen, Her. 7, 209; τῷ βίῳ Pol. 5, 61, 4; τοῖς ὅλοις πράγμασι 1, 70, 1, – c. acc., τὴν μάχην ἐν τοῖς ἐπιλέκτοις ἐκινδύνευσα, ich habe die Schlacht mitgemacht, Aesch. 2, 169; κινδυνεύειν τὴν ψευδομαρτυρίαν Dem. 41, 16, sich in die Gefahr stürzen, falsches Zeugnisses wegen angeklagt zu werden. Auch κινδύνευμα κινδυνεύειν, Plat. Rep. IV, 451 a; πάντας κινδύνους Legg. VII, 814 b. – Gefahr laufen, in Gefahr sein; τὸν ναυτικὸν στρατὸν κινδυνεύσει ἀποβαλέειν, er wird Gefahr laufen zu verlieren, Her. 8, 65, vgl. 97; κινδυνεύω διαφθαρῆναι Thuc. 3, 74; vgl. Xen. Hem. 4, 7, 6; ἐξ οὗ κινδυνεύεις νυνὶ ἀποθανεῖν Plat. Apol. 28 b; μὴ περὶ τοῖς φιλτάτοις κυβεύῃς τε καὶ κινδυνεύῃς Prot. 314 a; gew. περί τινος, Gorg. 521 d; vgl. Her. 8, 74; περὶ τοῦ βίου Ar. Plut. 524; Folgde. – Bes. auch vor Gericht in Gefahr sein, auf Tod u. Leben angeklagt sein. – Pass. in Gefahr gesetzt werden, in Gefahr geraten; ἐν δίκᾳ μὴ κεκινδυνευμένος Pind. N. 5, 14; im Kriege, Isocr. 1, 43; μὴ ἐν ἑνὶ ἀνδρὶ πολλῶν ἀρετὰς κινδυνεύεσθαι, aufs Spiel gesetzt werden, Thuc. 2, 35; Plat. μὴ οὐκ ἐν τῷ Καρὶ ὑμῖν ὁ κίνδυνος κινδυνεύηται ἀλλ' ἐν τοῖς υἱέσι Lach. 187 b; δι' ὧν τὰ μέγιστα κινδυνεύεται τῇ πόλει Dem. 19, 285; τὰ χρήματα κινδυνεύεται τῷ δανείσαντι 34, 28; τὰ ὑπὸ πολλῶν κινδυνευθέντα Lys. 2, 54, gefahrvolle Unternehmungen; vgl. Arr. An. 2, 7, 5; τὸ φιλοπόλεμον καὶ κεκινδυνευμένον D. Sic. 2, 21. – 2) sehr gewöhnlich im milderen Sinn, κινδυνεύουσι οἱ ἄνθρωποι οὗτοι γόητες εἶναι, sie laufen Gefahr als Betrüger zu erscheinen, sie scheinen Betrüger zu sein, Her. 4, 105; oft im Att., bes. bei Plat., eine höfliche Wendung für eine bestimmte Behauptung, dem lat. haud scio an entsprechend; κινδυνεύω πεπονθέναι, es scheint mir so zu gehen, Gorg. 485 c; κινδυνεύω σοι δοκεῖν μακάριός τις εἶναι, ich scheine dir wohl zu meinen, Men. 71 b; κινδυνεύεις ἀληθῆ λέγειν, du kannst wohl Recht haben, Conv. 205 d, öfter; auch in bejahenden Antworten, »so scheint es«, Phaedr. 262 c Soph. 256 e u. öfter; κινδυνεύει ἀναμφιλογώτατον ἀγαθὸν εἶναι τὸ εὐδαιμονεῖν, Glückseligkeit scheint das unbezweifeltste Gut zu sein, Xen. Mem. 4, 2, 34.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐκινδύνευσα, pf. κεκινδύνευκα;
I. être en danger, courir un danger : κ. τῷ σώματι, τῇ ψυχῇ HDT courir un danger de la vie ; τίσιν οὖν ὑμεῖς κινδυνεύσαιτ' ἄν ; DÉM sur quels points seriez-vous donc en danger ? ou avec περί τινος : περὶ τοῦ βίου AR être en danger de la vie ; avec l'inf. κ. ἀποθανεῖν PLUT, ἀπολέσθαι HDT, διαφθαρῆναι THC être en danger de mourir, de périr, d'être détruit ; κινδυνεύοντος τοῦ χωρίου THC le poste étant en péril ; Pass. être couru en parlant d'un danger, d'un péril : τὰ κινδυνευθέντα LYS les dangers qu'on a courus ; particul.
1 affronter un danger de guerre ; combattre : πρὸς τοὺς πολεμίους XÉN marcher contre l'ennemi;
2 courir le danger d'une condamnation : περὶ ζημίας LYS à une amende;
II. courir une chance, risquer, avoir chance de : κινδυνεύουσι γόητες εἶναι HDT ils ont chance, ils ont bien l'air d'être des charlatans ; κινδυνεύει ἀναμφιλογώτατον ἀγαθὸν εἶναι τὸ εὐδαιμονεῖν XÉN le bonheur a bien l'air d'être le bien le moins contestable ; p. suite, pour atténuer une affirmation ou marquer la probabilité ; • impers. κινδυνεύει, cela est bien possible, peut-être.
Étymologie: κίνδυνος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κινδυνεύω [κίνδυνος] abs. gevaar lopen, in gevaar zijn:; κ. μεγάλως groot gevaar lopen Hdt. 3.69.4; ὡς τοῦ χωρίου κινδυνεύοντος omdat het gebied in gevaar was Thuc. 4.8.3; met acc. v. h. inw. obj.:; τοῦτο... τὸ κινδύνευμα κινδυνεύειν dat gevaar lopen Plat. Resp. 451a; pass.:; δι’ ὧν τὰ μέγιστα κινδυνεύεται τῇ πόλει door wie het grootste gevaar gevormd wordt voor de stad Dem. 19.285; subst. ptc. aor. pass. n. τὸ κινδυνευθεν het risico; gevaar lopen in de strijd, vechten:. ἑτοίμως κ. πρὸς τοὺς πολεμίους bereidwillig tegen de vijanden vechten Xen. Mem. 3.3.14; πρὸς πολλούς... κινδυνεύειν tegen een overmacht strijden Hdt. 4.11.2. risico nemen met, in gevaar brengen, op het spel zetten: met dat.:; τοῖσι σφετέροισι σώμασι καὶ τοῖσι τέκνοισι καὶ τῇ πόλι κ. hun eigen leven, hun kinderen en hun stad op het spel zetten Hdt. 2.120.2; στρατιῇ κ. het leger in gevaar brengen Hdt. 4.80.3; τίσιν οὖν ὑμεῖς κινδυνεύσαιτ ' ἄν; wat zullen jullie dan wel op het spel zetten? Dem. 9.18; ook met prep. bep.: ἐν τοῖς σώμασι τοῖς ἑαυτῶν κ. hun eigen leven riskeren Lys. 2.63; κ. περὶ τῆς ψυχῆς zijn leven riskeren Aristoph. Pl. 524; περὶ τῆς μεγίστης ζημίας κ. de zwaarste straf riskeren Lys. 7.15; κ. περὶ τοῖς φιλτάτοις het meest dierbare op het spel zetten Plat. Prot. 314a; ὑπὲρ μεγίστων καὶ καλλίστων κινδυνεύσαντες het grootste en mooiste riskerend Lys. 2.79. gevaar lopen, de kans lopen, dreigen te, met inf.:; κ. ἀπολέσθαι gevaar lopen om te komen Hdt. 8.97.1; κ. ἀποθανεῖν dreigen te sterven Plat. Ap. 28b; ἡ πόλις ἐκινδύνευσε πᾶσα διαφθαρῆναι de stad dreigde geheel vernietigd te worden Thuc. 3.74.2; pass.:; μεταβολὴ ἐν τῷ ζῆν ἔτι κινδυνεύεται een verandering in hun verdere leven dreigt Thuc. 2.43.5; onpers.:; ὁποτέρως ἔσται ἐν ἀδήλῳ κινδυνεύεται hoe het zal aflopen blijft een hachelijke onzekerheid Thuc. 1.78.2; waarschijnlijk zijn, erop lijken, met inf.:; κινδυνεύουσι οἱ ἄνθρωποι οὗτοι γόητες εἶναι het heeft er veel van weg dat die mensen tovenaars zijn Hdt. 4.105.1; κινδυνεύεις ἀληθῆ λέγειν je kon wel eens gelijk hebben Plat. Smp. 205d; κινδυνεύει τὸ ἑκόντα ἐπὶ τὸ ἄρχειν ἰέναι... αἰσχρὸν νενομίσθαι dat iemand vrijwillig streeft naar een positie als leider, wordt waarschijnlijk beschouwd als iets schandelijks Plat. Resp. 347c; κινδυνεύει ἀναμφιλογώτατον ἀγαθὸν εἶναι τὸ εὐδαιμονεῖν gelukkig zijn is waarschijnlijk het meest onbetwiste goed Xen. Mem. 4.2.34; onpers.. κινδυνεύει daar lijkt het wél op Plat. Phaedr. 262c.
Russian (Dvoretsky)
κινδῡνεύω:
1 (тж. κ. κινδύνευμα Plat.) находиться в опасности, подвергаться опасности (τῷ σώματι, τῇ ψυχῇ Her., περὶ τοῦ βίου Arph. и τῷ βίῳ Polyb.; ἀπολέσθαι Her. и ἀποθανεῖν Plut.): πάντας κινδύνους κ. Plat. идти на всяческие опасности; ὑπὲρ τῶν μεγίστων καὶ καλλίστων κ. Lys. самоотверженно бороться за величайшие и прекраснейшие блага; τοῦ χωρίου κινδυνεύοντος Thuc. так как место оказалось в опасности; τὰ μέγιστα κινδυνεύεται τῇ πόλει Dem. город в величайшей опасности; κινδυνεύει ἐγκαλεῖσθαι στάσεως NT ему угрожает обвинение в мятеже;
2 отваживаться, рисковать: περὶ αἰσχύνης κ. Lys. рисковать навлечь на себя позор; κ. περὶ τοῖς φιλτάτοις Plat. рисковать самым ценным; κ. ψευδομαρτυρίαν Dem. отважиться на лжесвидетельство;
3 идти в бой, сражаться (πρὸς τοὺς πολεμίους, ἐφ᾽ ἵππου Xen.);
4 (в сдержанных утверждениях), иметь вид, казаться, быть возможным (κινδυνεύεις ἀληθῆ λέγειν Plat.): κινδυνεύσεις ἐπιδεῖξαι χρηστὸς εἶναι Xen. у тебя будет возможность показать свою порядочность; κινδυνεύει impers. Plat., Plut. возможно, как будто, пожалуй.
English (Slater)
κινδῡνεύω venture αἰδέομαι μέγα εἰπεῖν ἐν δίκᾳ τε μὴ κεκινδυνευμένον i. e. the murder of their half brother by Peleus and Telamon (N. 5.14)
English (Strong)
from κίνδυνος; to undergo peril: be in danger, be (stand) in jeopardy.
English (Thayer)
imperfect ἐκινδύνευον; (κίνδυνος); to be in jeopardy, to be in danger, to be pat in peril: τοῦτο τό μέρος κινδυνεύει εἰς ἀπελεγμόν ἐλθεῖν, this trade is in danger of coming into disrepute, κινδυνεύομεν ἐγκαλεῖσθαι, we are in danger of being accused, Pindar) and Herodotus down; the Sept..)
Greek Monolingual
και κιντυνεύω και κινδυνεύγω (ΑΜ κινδυνεύω και μέσ. κινδυνεύομαι) κίνδυνος
1. βάζω τον εαυτό μου σε κίνδυνο, εκτίθεμαι σε κάποιον κίνδυνο ή σε μία επικίνδυνη κατάσταση (α. «κινδυνεύεις με το να καπνίζεις τόσο πολύ» β. «ἑτοίμως κινδυνεύειν πρός τους πολεμίους», Ξεν.
γ. «τά χρήματα κινδυνεύεται τῷ δανείσαντι», Δημοσθ.)
2. βρίσκομαι σε απειλητική για μένα κατάσταση, διατρέχω κίνδυνο (α. «το σπίτι κινδυνεύει να καεί από τη φωτιά στο δάσος» β. «ἐὰν δὲ ποτέ σοι συμβῇ κινδυνεύειν, ζήτει τήν ἐκ του πολέμου σωτηρίαν», Ισοκρ.
γ. «τοῦ χωρίου κινδυνεύοντος», Θουκ.)
3. είναι πολύ πιθανό να μού συμβεί κάτι ή να κάνω κάτι, είμαι πολύ κοντά να..., κοντεύω να... (α. «κινδυνεύει να πεθάνει» β. «κινδυνεύεις να χάσεις τη δουλειά σου» γ. «κινδυνεύσομεν τοῦ δικαίου ἕνεκ' αὐτῷ βοηθεῖν», Πλάτ.
δ. «καὶ τὸ πλοῖον ἐκινδύνευε τοῦ συντριβῆναι», ΠΔ)
νεοελλ.
καταβάλλω μεγάλες προσπάθειες, αγωνίζομαι για κάτι, μοχθώ («ο πατέρας του κινδύνεψε για να τον σπουδάσει»)
νεοελλ.-μσν.
εκθέτω κάποιον ή κάτι σε κίνδυνο, διακινδυνεύω κάτι (α. «κινδυνεύει την καριέρα του με τον χαρακτήρα που έχει» β. «ἡ συκοφαντία κιντυνεύει περισσοὺς ἀνθρώπους εἰς τὸν κόσμον», Ντελλαπ.)
αρχ.
1. (ως απρόσ.) κινδυνεύει
μπορεί, είναι πιθανό («καὶ πάλιν, ὅτι μετέχει τοῦ ὄντος, εἶναι τε καὶ ὄντα. Κινδυνεύει.», Πλάτ.)
2. (παθ. συν. γ' εν.) κινδυνεύεται
υπάρχει κίνδυνος («ἡ ἐναντία μεταβολή ἐν τῷ ζῆν ἔτι κινδυνεύεται», Πλάτ.)
3. φρ. «κινδυνεύσεις ἐπιδεῖξαι χρηστὸς εἶναι» — θα έχεις την ευκαιρία να δείξεις την αξία σου (Ξεν.).
Greek Monotonic
κινδῡνεύω: μέλ. -σω — Παθ., μέλ. κινδυνευθήσομαι ή κεκινδυνεύσομαι·
1. είμαι τολμηρός, πραγματοποιώ εγχείρημα, «παίρνω ρίσκο», κάνω κάτι θαραλλέο, τολμηρό, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· βρίσκομαι σε κίνδυνο, σε Θουκ.
2. αυτό για την αναφορά του οποίου, ο κίνδυνος εκφέρεται με δοτ.· κ. τῷ σώματι, τῇ ψυχῇ, σε Ηρόδ.· κ. πάσῃ τῇ Ἑλλάδι, κινδυνεύω με όλη την Ελλάδα, δηλ. βάζοντάς την ολόκληρη σε κίνδυνο, στον ίδ. κ.λπ.· ομοίως, κ. περὶ τῆς ψυχῆς, σε Αριστοφ. κ.λπ.
3. με σύστ. αντ., διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω, κινδύνευμα, σε Πλάτ.· μάχην, σε Αισχίν. — Παθ., διακινδυνεύομαι ή τίθεμαι σε κίνδυνο, μεταβολὴ κινδυνεύεται, υπάρχει κίνδυνος μεταβολής, σε Θουκ.· τὰ μέγιστα κινδυνεύεται, βρίσκονται σε κίνδυνο, σε Δημ.
4. με απαρ., διατρέχω τον κίνδυνο του να κάνω ή να είμαι, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· έπειτα, υπονοώντας δυνατότητα επιτυχίας, κινδυνεύω (με απαρ.), χρησιμοποιείται για να εκφράσει αυτό που είναι πιθανό ή ενδεχόμενο να συμβεί, κινδυνεύουσι οἱ ἄνθρωποι γόητες εἶναι, διατρέχουν τον κίνδυνο να θεωρηθούν θαυματοποιοί, σε Ηρόδ.· κινδυνεύσεις ἐπιδεῖξαι χρηστὸς εἶναι, θα έχεις την ευκαιρία να αποδείξεις την αξία σου, σε Ξεν.· κινδυνεύει ἀγαθὸν γεγονέναι, είναι πολύ πιθανό να αποδειχθεί καλό, σε Πλάτ.· έπειτα απρόσ., κινδυνεύει, είναι πιθανό, ενδεχόμενο, δυνατό, στον ίδ.
5. Παθ., διακινδυνεύομαι, εκτίθεμαι σε κίνδυνο, σε Θουκ., Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
κινδῡνεύω: μέλλ. -σω. ― Παθ., κατὰ τὸ πλεῖστον κατ’ ἐνεστ: μέλλ. κινδυνευθήσομαι Δημοσθ. 866. 27, ἢ κεκινδυνεύσομαι Ἀντιφ. 138. 16· περὶ ἀορ. καὶ πρκμ. ἴδε κατωτ. 3· (κίνδυνος). Εἶμαι τολμηρός, τολμῶ, ῥίπτομαι εἰς κίνδυνον, κ. πρὸς πολλούς, πρὸς πολεμίους Ἡρόδ. 4. 11, Ξεν. Ἀπομν. 3. 3, 14· κ. εἰς τὴν Αἴγυπτον, ἀποτολμῶ νὰ ὑπάγω, Φερεκρ. ἐν «Ἀγρίοις» 5. β) ἀπολ. ἀποτολμῶ, διακινδυνεύω, ἐπιχειρῶ ἐπικίνδυνον πρᾶξιν, Ἡρόδ. 3. 69, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1204, Θουκ. 1. 20., 2. 39· ― ὡσαύτως, εἰμὶ ἐν κινδύνῳ, διατρέχω κίνδυνον, Ἀριστοτ. Ἠθ. Ν. 4. 3. 23, κτλ.· ἐπὶ νοσοῦντος Ἱππ. Ἀφ. 1261· κινδυνεύοντος τοῦ χωρίου, τῆς θέσεως εὑρισκομένης εἰς κίνδυνον, Θουκ. 4. 8· ὁ κινδυνεύων τόπος Πολύβ. 3. 115, 6. 2) τὸ κινδυνεῦον μέρος ἐκφέρεται πολλάκις κατὰ δοτ., κ. τῷ σώματι, τῇ ψυχῇ, Ἡρόδ. 2. 120, 7. 209· κ. πάσῃ τῇ Ἑλλάδι, κινδυνεύω μὲ ὅλην τὴν Ἑλλάδα, δηλ. ἐκθέτω ὅλην τὴν Ἑλλάδα εἰς κίνδυνον, ὁ αὐτ. 8. 60, 1· τῇ στρατιῇ ὁ αὐτ. 4. 80· τίσιν οὖν ὑμεῖς κινδυνεύσαιτ’ ἄν…; εἰς ποῖα πράγματα; Δημοσθ. 115. 12· κ. τῷ βίῳ, τῇ κεφαλῇ, τοῖς ὅλοις πράγμασι Πολύβ., κτλ., πρβλ. Κάρ. ― συχνάκις ὡσαύτως μετὰ προθέσ., κ. ἐν τοῖς σώμασι Λυσ. 196. 26· ἐν υἱέσι Πλάτ. Λάχ. 187Β· ― συχνάκις μετὰ τῆς περί, κ. περὶ τῆς Πελοποννήσου Ἡρόδ. 8. 74· περὶ τῆς ψυχῆς Ἀριστοφ. Πλ. 524, Ἀντιφ. 119. 40· περὶ τοῦ σώματος Ἀνδοκ. 1. 22· περὶ ἀνδραποδισμοῦ Ἰσοκρ. 166Ε· περὶ τῆς μεγίστης ζημίας Λυσ. 109. 34, κτλ.· ὡσαύτως, περὶ τῆς βασιλείας πρὸς Κῦρον Δημ. 197. 22· περὶ αὑτῷ Ἀντιφ. 130. 3· περὶ τοῖς φιλτάτοις Πλάτ. Πρωτ. 314Α· ― ὑπὲρ καλλίστων Λυσ. 198. 6. 3) μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἀναλαμβάνω τολμηρῶς, κινδυνεύω, κινδύνους Ἀντιφ. 139. 9· κινδύνευμα Πλάτ. Πολ. 451Α· μάχην Αἰσχίν. 50. 40· κ. ψευδομαρτυρίαν, ἐκθέτω ἐμαυτὸν εἰς κίνδυνον κατηγορίας ἐπὶ ψευδομαρτυρίᾳ, Δημ. 1033. 1· ― οὕτως ἐν τῷ παθ., ἀποτολμῶμαι, μετὰ κινδύνου πράττομαι, μεταβολὴ κινδυνεύεται, ὑπάρχει κίνδυνος μεταβολῆς, Θουκ. 2. 43· ὁποτέρως ἔσται, ἐν ἀδήλῳ κινδυνεύεται, διατελεῖ ἐν ἐπικινδύνῳ ἀμφιβολίᾳ, ὁ αὐτ. 1. 78· τὰ μέγιστα κινδυνεύεται τῇ πόλει Δημ. 432. 26· τὸ κεκινδυνευμένον, τολμηρὰ ἐπιχείρησις, Πινδ. Ν. 5. 26· τὰ κινδυνευθέντα = τὰ κινδυνεύματα Λυσ. 195. 34. 4) μετ’ ἀπαρεμφ., διατρέχω τὸν κίνδυνον, κινδυνεύω νά..., τὸν στρατὸν κινδυνεύσεις ἀποβαλέειν Ἡρόδ. 8. 65· κακόν τι λαβέειν 6. 9· ἀπολέσθαι 9. 89· διαφθαρῆναι Θουκ. 3. 74· ἀποθανεῖν Πλάτ. Ἀπολ. 28Β· κτλ.· ― ἀκολούθως, β) ἐπειδὴ ὁ κίνδυνος ὑπονοεῖ καὶ πιθανότητα ἐπιτυχίας, τὸ κινδυνεύω (μετ’ ἀπαρ.) κεῖται πρὸς δήλωσιν τοῦ ὅτι δυνατὸν ἢ πιθανὸν νὰ συμβῇ τι, κινδυνεύουσι οἱ ἄνθρωποι οὗτοι γόητες εἶναι, διατρέχουσι τὸν κίνδυνον νὰ θεωρηθῶσι..., Ἡρόδ. 4. 105· κινδυνεύσομεν βοηθεῖν, πιθανῶς θὰ ἔχωμεν νὰ βοηθήσωμεν, Πλάτ. Θεαίτ. 164C, πρβλ. 172C· κ. ἡ ἀληθὴς δόξα ἐπιστήμη εἶναι, φαίνεται πιθανὸν ὅτι..., αὐτόθι 187Β· κινδυνεύσεις ἐπιδεῖξαι χρηστὸς εἶναι, θὰ ἔχῃς τὴν εὐκαιρίαν νὰ δείξῃς τὴν ἀξίαν σου, Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 17, πρβλ. 3. 13, 3· ― ὡσαύτως κινδυνεύει ὡς ἀπρόσ. πιθανῶς, κατὰ πᾶσαν πιθανότητα, ὡς καταφατικὴ ἢ βεβαιωτικὴ ἀπόκρισις, Πλάτ. Σοφ. 256A, Φαῖδρ. 262C, Πολ. 410C· ― πολλάκις δὲ χρησιμεύει πρὸς κόλασιν ἢ μετρίασιν ἰσχυρισμοῦ ἐξ ἁπλῆς ἁβροφροσύνης, ἐνῷ οὐδεμία πραγματικὴ ἀμφιβολία ὑπονοεῖται, κινδυνεύεις ἀληθῆ λέγειν, κατὰ πᾶσαν πιθανότητα ἔχεις δίκαιον, Πλάτ. Συμπ. 205D, πρβλ. Ἀπολ. 40Β, Γοργ. 485E· τὰ ξυσσίτια κινδυνεύει ξυναγαγεῖν, αὐτὸς πιθανῶς διωργάνωσε τὰ συσσίτια, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 625E· κινδυνεύει ἀναμφιλογώτατον ἀγαθὸν εἶναι Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 34. 5) ἐν τῷ παθ., διακινδυνεύομαι, ἐκτίθεμαι εἰς κίνδυνον, ἐν ἑνὶ ἀνδρὶ πολλῶν ἀρεταὶ κ. Θουκ. 2. 35· τὰ χρήματα κινδυνεύεται τῷ δανείσαντι Δημ. 915. 14· ― πρβλ. ἀνωτ. 3.
Middle Liddell
1. to be daring, to make a venture, take the risk, do a daring thing, Hdt., Ar., etc.: to be in danger, Thuc.
2. that in respect of which danger is incurred in dat., κ. τῶι σώματι, τῆι ψυχῆι Hdt.; κ. πάσηι τῆι Ἑλλάδι to run a risk with all Greece, i. e. endanger it all, Hdt., etc.; so, κ. περὶ τῆς ψυχῆς Ar., etc.
3. c. acc. cogn. to venture, hazard, κινδύνευμα Plat.; μάχην Aeschin.:—Pass. to be risked or hazarded, μεταβολὴ κινδυνεύεται there is risk of change, Thuc.; τὰ μέγιστα κινδυνεύεται are endangered, Dem.
4. c. inf. to run the risk of doing or being, Hdt., Thuc., etc.:— then, implying a chance of success, κινδυνεύω (c. inf.) is used to express what may possibly or probably happen, κινδυνεύουσι οἱ ἄνθρωποι γόητες εἶναι they run a risk of being reputed conjurors, Hdt.; κινδυνεύσεις ἐπιδεῖξαι χρηστὸς εἶναι you will have a chance of showing your worth, Xen.; κινδυνεύει ἀγαθὸν γεγονέναι it is very likely to prove good, Plat.:—then impers., κινδυνεύει it may be, possibly, Plat.
5. Pass. to be endangered or be imperilled, Thuc., Dem.
Chinese
原文音譯:kinduneÚw 卿低扭哦
詞類次數:動詞(4)
原文字根:(成為)(在)危險(中)
字義溯源:經歷危險,危難,冒險,勇敢;源自(κίνδυνος)*=危險)
出現次數:總共(4);路(1);徒(2);林前(1)
譯字彙編:
1) 我們是⋯危險(1) 徒19:40;
2) 冒險(1) 林前15:30;
3) 危險(1) 徒19:27;
4) 甚危險(1) 路8:23
Lexicon Thucydideum
in periculo versari, to be in danger, 1.33.1, 1.35.4. 1.39.3. 1.75.4. 1.76.1. 3.28.1, 3.84.3. 4.8.3, 4.64.4. 4.117.2. 6.33.1, 6.78.4, 6.86.1. 7.75.2. 8.63.4.
in periculum venire, to come into danger, 1.20.2, 1.74.2. 1.74.3. 2.20.4, 2.39.1. 2.4.1. 2.44.3. 2.61.1. 2.65.7, 2.100.6, 3.5.3. 3.45.1. 3.45.6. 3.53.3, 4.26.7, 4.73.4. 4.91.1. 4.108.6, 4.122.5, 5.9.2. 6.9.3, 6.10.5, 6.18.2. 6.47.1, 6.57.3, 6.78.1, 6.83.2. 6.87.4. 7.48.4. 8.24.5, 8.45.4, 8.50.5,
c. inf. with infinitive 3.59.2, 3.74.2, 4.15.2, 6.40.1, 7.78.1, 7.91.1,
PASS. 1.73.2, 1.78.2, 2.31.1, 2.43.5, 5.91.2.