ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh
η (Μ κιτρινάδα) κίτρινοςίκτερος, χρυσήνεοελλ.1. το χρώμα του κίτρου2. η ωχρότητα.