κνωπόμορφος

Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

ον, (κνώψ)

   A shaped like a beast, Lyc.675.

German (Pape)

[Seite 1464] thiergestaltig, Lycophr. 675, Schol. θηριόμορφος.

Greek (Liddell-Scott)

κνωπόμορφος: -ον, (κνώψ) ἔχων μορφὴν κτήνους, ζῴου, Λυκόφρ. 675.

Greek Monolingual

κνωπόμορφος, -ον (Α)
αυτός που έχει τη μορφή ζώου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνώψ, -πός + -μορφος (< μορφή), πρβλ. αετό-μορφος, λεοντό-μορφος].