κνιδώδης

From LSJ
Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149

Greek Monolingual

ες κνίδη
1. αυτός που έχει σχέση με την κνίδωση
2. χαρακτηρισμός διαφόρων εξανθημάτων του δέρματος που έχουν μορφή κνίδωσης.