κνιδώδης

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87

Greek Monolingual

ες κνίδη
1. αυτός που έχει σχέση με την κνίδωση
2. χαρακτηρισμός διαφόρων εξανθημάτων του δέρματος που έχουν μορφή κνίδωσης.