κνιδώδης
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
Greek Monolingual
ες κνίδη
1. αυτός που έχει σχέση με την κνίδωση
2. χαρακτηρισμός διαφόρων εξανθημάτων του δέρματος που έχουν μορφή κνίδωσης.