κοινοτοπικός

Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται στην κοινοτοπία, αυτός που στερείται πρωτοτυπίας.
επίρρ...
κοινοτοπικά και -ώς
με κοινοτοπικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθετο εκ συναρπαγής» < φρ. κοινός τόπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].