κοσμηματοποιία
From LSJ
Ἔρωτα παύει λιμὸς ἢ χαλκοῦ σπάνις → Amorem inopia nummi sedat aut fames → Die Liebe stillt der Hunger oder Geldmangel
Greek Monolingual
η
η τέχνη του κοσμηματοποιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμηματοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1801 στον Δανιήλ Φιλιππίδη].