κούρευμα
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
German (Pape)
[Seite 1495] τό, das Geschorene, die Schur, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
κούρευμα: τό, ὡς καὶ νῦν, κουρά, τὸ κείρειν, Εὐστ. Πονημάτ. 215. 82, κλπ.