Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
το (ΑM κουρεῑον) κουρεύω
το κατάστημα του κουρέα («ὁ δὲ πρὸς κουρεῑον, ὁ δὲ πρὸς σκυτοτομεῑον, ὁ δ' ὅποι ἂν τύχῃ», Λυσ.).