Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
κρασοποτηράς, ὁ (Μ)μέθυσος, μπεκρής.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρασί + ποτήρι + κατάλ. -άς].