τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
-ή, -ό κοχλίας
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κοχλία του αφτιού (α. «κοχλιακό νεύρο» β. «κοχλιακός πόρος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cochlear < αγγλ. cochlea (< λατ. cochlea < κοχλίας) + κατάλ. -ar].