κοχλιακός

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό κοχλίας
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κοχλία του αφτιού (α. «κοχλιακό νεύρο» β. «κοχλιακός πόρος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cochlear < αγγλ. cochlea (< λατ. cochlea < κοχλίας) + κατάλ. -ar].