κραταίβολος

Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

ον,

   A hurled with violence, E. Ba.1096.

German (Pape)

[Seite 1501] mit Kraft geworfen, χερμάδες Eur. Bacch. 1096, v. l. κραταβόλος.

Greek (Liddell-Scott)

κραταίβολος: -ον, (ἴδε κρᾰταιός), ὁ μεθ’ ὁρμῆς ἐξακοντισθείς, Εὐρ. Βάκχ. 1096.

Greek Monolingual

κραταίβολος, -ον (Α)
αυτός που εξακοντίζεται με ορμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραται- (< κράτος) + -βολος (< βάλλω), πρβλ. ακρό-βολος, ιχθύ-βολος].