Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κρανιόφθιση

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
ιατρ. μαλάκυνση ορισμένων ζωνών τών οστών του κρανίου λόγω καθυστερήσεως της οστεοποιήσεώς τους, αλλ. κρανιομαλακία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια ως προς το α' συνθετικό, πρβλ. αγγλ. craniotabes < crani(o)- (< μσν. λατ. cranium < κρανίον) + tabes (< λατ. tabes)].