κρομμυδοφάγος
From LSJ
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
Greek Monolingual
και κρεμμυδοφάγος, ο
το ορθόπτερο έντομο Grylotalpa vulgaris που καταστρέφει τις ρίζες τών κηπευτικών.