Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κυανίτις

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit

Menander, Monostichoi, 458

Greek Monolingual

κυανῑτις, -ίτιδος, ἡ (Α)
αυτή που έχει χρώμα σκοτεινό με απόκλιση προς το κυανό («αἱ ὄψιες αἱ διεφθαρμέναι αὐτόμαται κυανίτιδες γιγνόμεναι», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + -ῖτις (πρβλ. βαλαν-ῖτις, καλαμ-ῖτις)].