Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont
κῠδωνέα: καὶ κῠδωνία, ἡ, δένδρον φέρον κυδώνια, «κυδωνιά», Γεωπ. 4. 1, 12.
ας (ἡ) :
cognassier arbre.
Étymologie: Κυδώνιος.