Κυριακή
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
Greek Monolingual
η (Μ Κυριακή)
η πρώτη ημέρα της εβδομάδας αφιερωμένη στον Χριστό, στον Κύριο
νεοελλ.
παροιμ. α) «της Κυριακής χαρά και της Δευτέρας θλίψη» — λέγεται για πράγματα εφήμερης διάρκειας
β) «Κυριακή κοντή γιορτή» — επίκειται η κρίσιμη στιγμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κυριακή (ενν. ημέρα), ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου Κυριακός].