μεσαφέτης
From LSJ
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
μεσαφέτης, ὁ (ΑM)
(για άλογα ή για μονομάχους) αυτός που αφήνεται στο μέσο του ιπποδρόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέσ(ο)- + ἀφέτης (< ἀφίημι), ανεμ-αφέτης, ταυρ-αφέτης].