μεσαφέτης

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source

Greek Monolingual

μεσαφέτης, ὁ (ΑM)
(για άλογα ή για μονομάχους) αυτός που αφήνεται στο μέσο του ιπποδρόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέσ(ο)- + ἀφέτης (< ἀφίημι), ανεμ-αφέτης, ταυρ-αφέτης].