μολιβδόδετος
From LSJ
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
Greek (Liddell-Scott)
μολιβδόδετος: -ον, ὁ δεδεμένος, ἐστερεωμένος διὰ μολύβδου, Πολυδ. ϛʹ, 88.
Greek Monolingual
μολιβδόδετος, -ον (Α)
βλ. μολυβδόδετος.