λαμπαδάριος

From LSJ
Revision as of 07:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source

Greek Monolingual

ο (Μ λαμπαδάριος)
1. οφίκιο της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης που κατατάσσεται τέταρτο στον Χορό τών Ευωνύμων Ανδρών, ο κάτοχος του οποίου είχε ως ειδική αποστολή τη συντήρηση, τον καθαρισμό και την αφή τών λαμπάδων του ναού
2. ο πρωτοψάλτης του αριστερού χορού τοὺ Οικουμενικού Πατριαρχείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπάς, -άδος, + -άριος (< λατ. -arius)].