λαμπαδάριος
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
Greek Monolingual
ο (Μ λαμπαδάριος)
1. οφίκιο της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης που κατατάσσεται τέταρτο στον Χορό τών Ευωνύμων Ανδρών, ο κάτοχος του οποίου είχε ως ειδική αποστολή τη συντήρηση, τον καθαρισμό και την αφή τών λαμπάδων του ναού
2. ο πρωτοψάλτης του αριστερού χορού τοὺ Οικουμενικού Πατριαρχείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπάς, -άδος, + -άριος (< λατ. -arius)].