ὁ,
A v. λαμπαδίας. λάμπεσκε, Ion. Iterat. of λάμπω.
λαμπαύρας, ὁ (Α)ο αστέρας λαμπαδίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. λάμπω + αὔρα.