λαρύγγι

From LSJ
Revision as of 07:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source

Greek Monolingual

το (Α λαρύγγιον) λάρυγξ
νεοελλ.
1. ο λάρυγγας
2. φρ. α) «θα του στρίψω το λαρύγγι» — θα τον πνίξω
β) «έβγαλα το λαρύγγι μου» — φώναξα πάρα πολύ δυνατά
αρχ.
υποκορ. του λάρυγξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαρύγγ-ιον < θ. λαρυγγ-(λάρυγξ) + υποκορ. κατάλ. -ιον].