λαχανίτης

From LSJ
Revision as of 07:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

Νύμφη δ' ἄπροικος οὐκ ἔχει παρρησίαν → Sine dote nupta ius loquendi non habet → Doch ohne Mitgift hat die Braut kein Rederecht

Menander, Monostichoi, 371

Greek (Liddell-Scott)

λᾰχᾰνίτης: -ου, ὁ, κηπουρὸς λαχάνων, Πολυδ. Ζ΄, 196 (κοινῶς: -ήτης).

Greek Monolingual

λαχανίτης, ὁ (Α) λάχανον
κηπουρός λαχάνων.