λαχανίτης

From LSJ

Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold

Menander, Monostichoi, 276

Greek (Liddell-Scott)

λᾰχᾰνίτης: -ου, ὁ, κηπουρὸς λαχάνων, Πολυδ. Ζ΄, 196 (κοινῶς: -ήτης).

Greek Monolingual

λαχανίτης, ὁ (Α) λάχανον
κηπουρός λαχάνων.