λευκοπάρειος
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A faircheeked, ib.5.159 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 34] weißwangig, Mel. 83 V, 160).
Greek (Liddell-Scott)
λευκοπάρειος: Ἰων. ῃος, ον, ἔχων λευκάς, ὡραίας παρειάς, Ἀνθ. Π. 5. 160, Συλλ. Ἐπιγρ. 8749. 18.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux joues blanches.
Étymologie: λευκός, παρειά.
Greek Monolingual
-ο (Α λευκοπάρειος, ιων. τ. λευκοπάρῃος, -ον)
αυτός που έχει λευκά, ωραία μάγουλα.