ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all
ληναῑος, -αία, -ον (Α) ληνόςαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ληνό, στο πατητήρι.