ληναίος

From LSJ

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source

Greek Monolingual

ληναῖος, -αία, -ον (Α) ληνός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ληνό, στο πατητήρι.