ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
λιγάντωρ (Α)(κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) «εἶδος τέττιγος».[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγαίνω.