λιοτρίβι

From LSJ
Revision as of 07:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490

Greek Monolingual

το
το ἐλαιοτριβείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐλαιοτρίβιον (< για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λιο-[II])].