λιταργισμός
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A = σκιρτήματα, in pl., Sch.Ar.Nu.1255.
Greek (Liddell-Scott)
λῐταργισμός: -οῦ, ὁ, τὸ ταχέως τρέχειν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1253.
Greek Monolingual
λιταργισμός, ὁ (Α) λιταργίζω
βιασύνη, σπουδή, τρέξιμο.
οῦ, ὁ,
A = σκιρτήματα, in pl., Sch.Ar.Nu.1255.
λῐταργισμός: -οῦ, ὁ, τὸ ταχέως τρέχειν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1253.
λιταργισμός, ὁ (Α) λιταργίζω
βιασύνη, σπουδή, τρέξιμο.