λοφίδιο
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
το (Α λοφίδιον) λόφος
μικρός λόφος, λοφίσκος
νεοελλ.
ανατ. έπαρμα που θυμίζει μικρό λόφο (α. «λοφίδιο του προσωπικού νεύρου» β. «σπερματικό λοφίδιο»).