λοφίδιο

From LSJ

θαρσεῖν χρὴ φίλε Βάττε: τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον → you need to be brave, dear Battus; perhaps tomorrow will be better | Take heart, dear Battos! Tomorrow will be better.

Source

Greek Monolingual

το (Α λοφίδιον) λόφος
μικρός λόφος, λοφίσκος
νεοελλ.
ανατ. έπαρμα που θυμίζει μικρό λόφο (α. «λοφίδιο του προσωπικού νεύρου» β. «σπερματικό λοφίδιο»).